- ὑποχαλεπαίνω
- ὑποχᾰλεπαίνω,A become a little angry, Sch.S.OC117.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υποχαλεπαίνω — Α οργίζομαι λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + χαλεπαίνω «αγριεύω, οργίζομαι»] … Dictionary of Greek